- ῥιπίζομαι
- ῥῑπίζομαι , ῥιπίζωblow uppres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ριπτίζομαι — Α ριπίζομαι, βλ. ριπίζω (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. αντί ῥιπίζομαι] … Dictionary of Greek
ριπίζω — (I) ῥιπίζω, ΝΜΑ [ῥιπή] 1. προκαλώ ριπή, προξενώ πνοή ανέμου, φυσώ 2. ανεμίζω τη φλόγα, ξανάβω, αναρριπίζω νεοελλ. εξάπτω, εξερεθίζω αρχ. 1. εξακοντίζω, εκτινάσσω κάποιον («ἐρρίπισέ τε τὸν ἀντίπαλον», Ηλιόδ.) 2. (το παθ.) ῥιπίζομαι α) τρέμω β) μέ… … Dictionary of Greek
ՏԱՏԱՆԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0849 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c ձ. περιφέρομαι circumferor ῤιπίζομαι ventilor κινοῦμαι moveor τρέμω tremo. Այսր անդր տարեալ լինել, տարուբերիլ. գեդեւիլ. գանդաչել. շարժիլ. դողալ. սասանիլ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)